Η παραμόρφωση είναι σε γενικές γραμμές η αλλαγή του σχήματος ή του μεγέθους ενός σώματος έπειτα από την ασκήση κάποιας δύναμης πάνω στο σώμα. Παραμόρφωση μπορεί να προκληθεί επίσης από μεταβολή της θερμοκρασίας του σώματος κατά τις διαδικασίες της συστολής ή διαστολής.
Η έννοια της παραμόρφωσης χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη φυσική, στην εφαρμοσμένη μηχανική, στη δομική, την επιστήμη υλικών κ.α. Η μελέτη της ενδιαφέρει κάθε εφαρμογή όπου είναι σημαντική η στατικότητα, η στερεότητα και οι δομικές αστοχίες μιας κατασκευής ή ενός σώματος.
Αδρά μπορούν να διακριθούν δυο είδη παραμόρφωσης:
Όπου είναι η δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας ή αλλιώς τάση, Ε το μέτρο ελαστικότητας του υλικού και είναι η αναλογία του παραμορφωμένου μήκους προς το αρχικό ή ανηγμένη παραμόρφωση.
Σε ένα σώμα που ασκείται μία συνεχώς αυξανόμενη δύναμη, αρχικά εμφανίζεται ελαστική παραμόρφωση. Όταν ξεπεραστεί το λεγόμενο όριο ελαστικότητας το σώμα χάνει την ικανότητα να επανέρχεται πλήρως στο αρχικό του σχήμα. Αν αφεθεί ελεύθερο θα επανέλθει μόνο το μέρος που αντιστοιχεί στην ελαστική παραμόρφωση και η παραμόρφωση που δεν επανέρχεται ονομάζεται παραμένουσα ή πλαστική παραμόρφωση. Αν η δύναμη συνεχίσει να αυξάνεται, το σώμα θα φτάσει στο όριο θραύσης του και θα σπάσει.
Τα παραπάνω στάδια δεν εμφανίζονται σε όλα τα υλικά. Για παράδειγμα η πλαστελίνη δεν εμφανίζει ελαστικές παραμορφώσεις για αυτό και κρατάει στο σχήμα που της δίνουμε. Στο γυαλί δεν υπάρχουν μόνιμες παραμορφώσεις πριν τη θραύση για αυτό και ταιριάζουν απόλυτα τα κομμάτια από ένα σπασμένο τζάμι. Τα υλικά που έχουν μεγάλες πλαστικές παραμορφώσεις πριν σπάσουν λέγονται όλκιμα (π.χ. χάλυβας, αλουμίνιο κ.α.) ενώ τα υλικά που έχουν πολύ μικρές ή και καθόλου πλαστικές παραμορφώσεις λέγονται ψαθυρά (π.χ. μάρμαρο, γυαλί, κιμωλία, χυτοσίδηρος κ.α.).