Οι επενδύσεις σε εμπορεύματα (αγγλικά: Commodities) είναι κλάδος των εναλλακτικών επενδύσεων και αφορά τοποθέτηση σε προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, όπως καύσιμα, μέταλλα και αγροτικά προϊόντα. Πρόκειται για ένα κομμάτι των Χρηματοοικονομικών Αγορών, όπου έρχονται σε επαφή διαφορετικών ειδών συμβαλλόμενοι. Εταιρίες των οποίων η δραστηριότητα έχει άμεση σχέση με το υποκείμενο εμπόρευμα, κερδοσκόποι που βρίσκουν ευκαιρίες στις τιμές των εμπορευμάτων για να έχουν κέρδη από την αγοραπωλησία τους, επενδυτές που έχουν στόχο την εξισορροπητική κερδοσκοπία, γνωστή ως arbitrage, καθώς και επενδυτές που ευελπιστούν να αντισταθμίσουν κινδύνους από τα υπάρχοντα χαρτοφυλάκιά τους. Η τοποθέτηση στην αγορά εμπορευμάτων, δεν απαιτεί οπωσδήποτε και την φυσική παραλαβή ή παράδοση κάποιας ποσότητας εμπορεύματος, αλλά μπορεί να γίνει μέσω χρηματικών διακανονισμών.
Ενώ η έννοια της οργανωμένης αγοραπωλησίας εμπορευμάτων συναντάται ήδη από την αρχαιότητα, το πρώτο χρηματιστήριο στο οποίο διαπραγματεύονταν συμβόλαια εμπορευμάτων ήταν αυτό του Άμστερνταμ. Από την ίδρυσή του (1848), το Χρηματιστήριο του Σικάγο αποτέλεσε το βασικό μέρος διαπραγμάτευσης συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιωμάτων προαίρεσης με υποκείμενο μέσο εμπορεύματα. Στα επόμενα χρόνια, η διευκόλυνση στις μεταφορές και τα μειωμένα κόστη χρηματοδότησης οδήγησαν σε μία εκτεταμένη άνοδο του διεθνούς εμπορίου, το οποίο έχει επιβάλει πλέον παγκόσμιες οργανωμένες αγορές εμπορευμάτων και χρηματιστηριακών προϊόντων που βασίζονται σε αυτά.
Τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια εμπορευμάτων είναι τα εξής:
Τα εμπορεύματα με το μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών είναι το πετρέλαιο, ο καφές, το φυσικό αέριο, ο χρυσός, ο άργυρος, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, το σιτάρι και το βαμβάκι.